Mateus

Capítulo 1

1 και εγενετο οτε ετελεσεν ο ιησους διατασσων τοις δωδεκα μαθηταις αυτου μετεβη εκειθεν του διδασκειν και κηρυσσειν εν ταις πολεσιν αυτων 2 ο δε ιωαννης ακουσας εν τω δεσμωτηριω τα εργα του χριστου πεμψας δυο των μαθητων αυτου 3 ειπεν αυτω συ ει ο ερχομενος η ετερον προσδοκωμεν 4 και αποκριθεις ο ιησους ειπεν αυτοις πορευθεντες απαγγειλατε ιωαννη α ακουετε και βλεπετε 5 τυφλοι αναβλεπουσιν και χωλοι περιπατουσιν λεπροι καθαριζονται και κωφοι ακουουσιν νεκροι εγειρονται και πτωχοι ευαγγελιζονται 6 και μακαριος εστιν ος εαν μη σκανδαλισθη εν εμοι 7 τουτων δε πορευομενων ηρξατο ο ιησους λεγειν τοις οχλοις περι ιωαννου τι εξηλθετε εις την ερημον θεασασθαι καλαμον υπο ανεμου σαλευομενον 8 αλλα τι εξηλθετε ιδειν ανθρωπον εν μαλακοις ιματιοις ημφιεσμενον ιδου οι τα μαλακα φορουντες εν τοις οικοις των βασιλεων εισιν 9 αλλα τι εξηλθετε ιδειν προφητην ναι λεγω υμιν και περισσοτερον προφητου 10 ουτος γαρ εστιν περι ου γεγραπται ιδου εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου ος κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου 11 αμην λεγω υμιν ουκ εγηγερται εν γεννητοις γυναικων μειζων ιωαννου του βαπτιστου ο δε μικροτερος εν τη βασιλεια των ουρανων μειζων αυτου εστιν 12 απο δε των ημερων ιωαννου του βαπτιστου εως αρτι η βασιλεια των ουρανων βιαζεται και βιασται αρπαζουσιν αυτην 13 παντες γαρ οι προφηται και ο νομος εως ιωαννου προεφητευσαν 14 και ει θελετε δεξασθαι αυτος εστιν ηλιας ο μελλων ερχεσθαι 15 ο εχων ωτα ακουειν ακουετω 16 τινι δε ομοιωσω την γενεαν ταυτην ομοια εστιν παιδαριοις εν αγοραις καθημενοις και προσφωνουσιν τοις εταιροις αυτων 17 και λεγουσιν ηυλησαμεν υμιν και ουκ ωρχησασθε εθρηνησαμεν υμιν και ουκ εκοψασθε 18 ηλθεν γαρ ιωαννης μητε εσθιων μητε πινων και λεγουσιν δαιμονιον εχει 19 ηλθεν ο υιος του ανθρωπου εσθιων και πινων και λεγουσιν ιδου ανθρωπος φαγος και οινοποτης τελωνων φιλος και αμαρτωλων και εδικαιωθη η σοφια απο των τεκνων αυτης 20 τοτε ηρξατο ονειδιζειν τας πολεις εν αις εγενοντο αι πλεισται δυναμεις αυτου οτι ου μετενοησαν 21 ουαι σοι χοραζιν ουαι σοι βηθσαιδαν οτι ει εν τυρω και σιδωνι εγενοντο αι δυναμεις αι γενομεναι εν υμιν παλαι αν εν σακκω και σποδω μετενοησαν 22 πλην λεγω υμιν τυρω και σιδωνι ανεκτοτερον εσται εν ημερα κρισεως η υμιν 23 και συ καπερναουμ η εως του ουρανου υψωθεισα εως αδου καταβιβασθηση οτι ει εν σοδομοις εγενοντο αι δυναμεις αι γενομεναι εν σοι εμειναν αν μεχρι της σημερον 24 πλην λεγω υμιν οτι γη σοδομων ανεκτοτερον εσται εν ημερα κρισεως η σοι 25 εν εκεινω τω καιρω αποκριθεις ο ιησους ειπεν εξομολογουμαι σοι πατερ κυριε του ουρανου και της γης οτι απεκρυψας ταυτα απο σοφων και συνετων και απεκαλυψας αυτα νηπιοις 26 ναι ο πατηρ οτι ουτως εγενετο ευδοκια εμπροσθεν σου 27 παντα μοι παρεδοθη υπο του πατρος μου και ουδεις επιγινωσκει τον υιον ει μη ο πατηρ ουδε τον πατερα τις επιγινωσκει ει μη ο υιος και ω εαν βουληται ο υιος αποκαλυψαι 28 δευτε προς με παντες οι κοπιωντες και πεφορτισμενοι καγω αναπαυσω υμας 29 αρατε τον ζυγον μου εφ υμας και μαθετε απ εμου οτι πραος ειμι και ταπεινος τη καρδια και ευρησετε αναπαυσιν ταις ψυχαις υμων 30 ο γαρ ζυγος μου χρηστος και το φορτιον μου ελαφρον εστιν

1 E aconteceu que, quando Jesus terminou de dar instruções aos seus doze discípulos, partiu dali para ensinar e pregar em suas cidades. 2. João, tendo ouvido no cárcere falar das obras de Cristo, enviou dois dos seus discípulos 3. para lhe perguntarem: "És tu aquele que havia de vir ou devemos esperar outro?" 4. E Jesus, respondendo, disse-lhes: "Ide e anunciai a João o que estais ouvindo e vendo: 5. Os cegos vêem, os coxos andam, os leprosos são purificados, os surdos ouvem, os mortos são ressuscitados e aos pobres é anunciado o evangelho. 6. E bem-aventurado é aquele que não se escandaliza em mim." 7. Ao partirem eles, começou Jesus a dizer às multidões a respeito de João: "Que fostes ver no deserto? Um caniço agitado pelo vento? 8. Mas que fostes ver? Um homem vestido de roupas finas? Os que vestem roupas finas estão nas casas dos reis. 9. Mas então, que fostes ver? Um profeta? Sim, eu vos digo, e muito mais do que um profeta. 10. Porque é deste de quem está escrito: 'Eis que envio o meu mensageiro diante da tua face, o qual preparará o teu caminho diante de ti.' 11. Em verdade vos digo que, entre os nascidos de mulher, não surgiu outro maior do que João, o Batista; mas aquele que é menor no reino dos céus é maior do que ele. 12. Desde os dias de João, o Batista, até agora, o reino dos céus é tomado à força, e os violentos o arrebatam. 13. Porque todos os profetas e a lei profetizaram até João. 14. E, se quiserdes dar crédito, ele é Elias que estava para vir. 15. Quem tem ouvidos para ouvir, ouça! 16. Mas a que hei de comparar esta geração? É semelhante a meninos que, sentados nas praças, gritam aos seus companheiros: 17. 'Nós vos tocamos flauta, e não dançastes; entoamos lamentações, e não chorastes.' 18. Pois veio João, não comendo nem bebendo, e dizem: 'Ele tem demônio!' 19. Veio o Filho do Homem, comendo e bebendo, e dizem: 'Eis aí um comilão e beberrão, amigo de publicanos e pecadores!' Mas a sabedoria é justificada pelas suas obras." 20. Então começou Jesus a lançar em rosto às cidades onde se operara a maior parte dos seus prodígios o não se haverem arrependido, dizendo: 21. "Ai de ti, Corazim! Ai de ti, Betsaida! Porque, se em Tiro e em Sidom tivessem sido feitos os prodígios que em vós foram feitos, há muito que se teriam arrependido em saco e em cinza. 22. Por isso eu vos digo que haverá menos rigor para Tiro e Sidom, no dia do juízo, do que para vós. 23. E tu, Cafarnaum, que te ergues até aos céus, serás abatida até aos infernos; porque, se em Sodoma tivessem sido feitos os prodígios que em ti se operaram, teria ela permanecido até hoje. 24. Por isso eu vos digo que haverá menos rigor para os de Sodoma, no dia do juízo, do que para ti." 25. Naquele tempo, respondendo Jesus, disse: "Graças te dou, ó Pai, Senhor do céu e da terra, que ocultaste estas coisas aos sábios e entendidos, e as revelaste aos pequeninos. 26. Sim, ó Pai, porque assim foi do teu agrado. 27. Todas as coisas me foram entregues por meu Pai, e ninguém conhece o Filho senão o Pai; e ninguém conhece o Pai senão o Filho, e aquele a quem o Filho o quiser revelar. 28. Vinde a mim, todos os que estais cansados e oprimidos, e eu vos aliviarei. 29. Tomai sobre vós o meu jugo, e aprendei de mim, que sou manso e humilde de coração; e achareis descanso para as vossas almas. 30. Porque o meu jugo é suave, e o meu fardo é leve."